- ευδάκτυλος
- εὐδάκτυλος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει ωραία δάκτυλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδάκτυλον — εὐδάκτυλος with beautiful fingers masc/fem acc sg εὐδάκτυλος with beautiful fingers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek